- γενετείρας
- γενετείρᾱς , γενέτειραmotherfem acc plγενετείρᾱς , γενέτειραmotherfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… … Dictionary of Greek
εύανδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρκαδίας, γιος του Ερμή και της Θέτιδας. Η λατρεία του, που σχετιζόταν με τον Πάνα, είχε εντοπιστεί περισσότερο στο Παλλάντιο, τον τιμούσαν όμως και στην Τεγέα, στον Φενεό και στην Κυλλήνη. Ήρθε, σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
Αιγινήτης, Διονύσιος — (Αίγινα 1821 1884). Γιατρός και εθνικός ευεργέτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Διονύσιος Παναγιώτου Χατζής. Το Α. αποτελούσε προσωνύμιο λόγω της γενέτειράς του. Τη στοιχειώδη και μέση του μαθητεία έκανε, αντίστοιχα, στην Αίγινα, με δάσκαλο τον… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Αλντροβάντι, Οδυσσέας — (Ulisse Aldrovandi, Μπολόνια 1522 – 1605). Ιταλός γιατρός, φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Καθηγητής της φυσικής ιστορίας και της λογικής στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, ίδρυσε μουσείο που υπάρχει μέχρι σήμερα, με αποδεκατισμένες όμως τις συλλογές … Dictionary of Greek